- λιτός
- (I)-ή, -ό (AM λιτός, -ή, -όν)1. απλός, ακαλλώπιστος, απέριττος (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ δίαιτα», Πλούτ.)2. αυτός που αρκείται σε ολίγα, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («λιτὸς γενόμενος τοῑς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.)3. το ουδ. ως ουσ. το λιτό(ν)η λιτότηταμσν.άθλιος, εξαθλιωμένοςμσν.-αρχ.συνήθης, κοινόςαρχ.1. μικρός, ασήμαντος («εἰς ὀλίγα καὶ λιτὰ πολισμάτια», Πολ.)2. (για ύφασμα) λείος, απλός, ευτελής («ἱμάτια λιτά», Ιούλ. Καίσ.)3. (για τη γη) ακαλλιέργητη («λιτὴ γαῑα», Ορφ.)4. (κατά τον Ησύχ.) «λιτὴ χθώνἀπὸ τοῡ προσκυνεῑσθαι καὶ λιτανεύεσθαι».επίρρ...λιτά και λιτώς (AM λιτῶς)με λιτότητα, απλά, απέριττααρχ.ελαφρώς, μετρίως, λίγο («λιτῶς ἡψημένα», Αρτεμίδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ- (πρβλ. λῑτ-α, αιτ. τού λίς ) + κατάλ. -[i]ος].————————(II)λιτός, -ή, -όν (Α)παρακλητικός, ικετευτικός («ἐδώρησαν λιταῑς θυσίαις», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιτ- τού ίσσομαι*].
Dictionary of Greek. 2013.